- καρναβάλι
- Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται χρονικά πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή, όπου, κυρίως σε παλαιότερη εποχή, συνήθιζαν να νηστεύουν επτά ολόκληρες εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Πρόκειται για ένα είδος αποχαιρετισμού προς τη διασκέδαση και την καλοφαγία, που για ένα μεγάλο διάστημα θα διακοπεί και καλύπτει τις τρεις εβδομάδες του Τριωδίου. Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται προφωνή, λόγω του παλαιότερου εθίμου που προφώναζαν, δηλαδή διαλαλούσαν τον ερχομό της Αποκριάς, η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται κρεατινή, γιατί τρώνε κρέας ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή, και η τρίτη τυρινή, γιατί επικρατεί η τυροφαγία. Ήδη στα βυζαντινά χρόνια η Αποκριά αποκτούσε πάνδημο χαρακτήρα. Επικρατούσαν και τότε οι μεταμφιέσεις σε όλη την Ευρώπη και σε άλλους λαούς.
Ωστόσο, το έθιμο των μεταμφιέσεων ανάγεται στην αρχαιότητα και η σύνδεσή του με το χριστιανικό εορτολόγιο είναι μεταγενέστερη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο μασκοφορεμένος ταυτίζεται με αυτό που παριστάνει η μάσκα που φέρει· συχνά οι προσωπίδες παρίσταναν τους νεκρούς προγόνους, οπότε το έθιμο αποκτούσε τη σημασία της ανάκλησης των νεκρών. Η πρωτόγονη πίστη στη δυνατότητα να επισκέπτονται οι νεκροί τους ζωντανούς επαληθεύεται από το γεγονός ότι στη Δύση, σε πολλές επαρχίες, πίστευαν, έως τον 19ο αι., πως οι ψυχές των πεθαμένων ανακατεύονταν με τους ομίλους των νεαρών μεταμφιεσμένων, μερικοί από τους οποίους κινδύνευαν –εξαιτίας αυτού του συγχρωτισμού– να απαχθούν στον Κάτω κόσμο. Αλλά και στην Ελλάδα η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου ονομάζεται και αμολητήαπολυτή, γιατί σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη «τότε απολύονται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον απάνω κόσμο». Σύμφωνα με τους εθνολόγους, αυτή η τελετουργία των ψυχών πρέπει να αποδοθεί σε πανάρχαιες δοξασίες που ανάγονται στις νεολιθικές ρίζες της γεωργίας: κάθε καρποφορία, όπως και κάθε γονιμοποιός δύναμη, αποδιδόταν στις μετενσαρκώσεις (μετεμψυχώσεις) των νεκρών. Συνεπώς, η ύπαρξη και η ευτυχία μιας κοινωνικής ομάδας, παραδείγματος χάριν ενός χωριού, δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί παρά μονάχα στην περίπτωση όπου τα πνεύματα των νεκρών θα αποφάσιζαν να εξουσιάσουν τον κόσμο των ζωντανών, για να μεταδώσουν σε αυτούς τη γονιμοποιό τους ζωτικότητα. Έτσι, οι νέοι μεταμφιέζονταν, φορώντας μάλιστα συχνά τα ρούχα τους ανάποδα, γιατί πίστευαν πως στον άλλο κόσμο όλα είναι ανάποδα, και προσκαλούσαν τα πνεύματα στο χωριό (αυτό συνέβαινε τις ημέρες της κρεοφαγίας). Έκτοτε, κατά τις πρωτόγονες δοξασίες, τα πνεύματα αναλάμβαναν την υποχρέωση να ανταποδώσουν κυρίως την άνοιξη, τον μήνα Μάιο, τα αγαθά της φιλοξενίας. Συνεπώς, οι ημέρες του κ. και οι γιορτές του Μαΐου αποτελούν δύο αλληλοσυμπληρούμενους ευεργετικούς κύκλους ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς· με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η επιβίωση της ομάδας. Τέτοιες δοξασίες ήταν διαδεδομένες στους Κέλτες, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο θάνατος είναι η δεξαμενή και ο συντηρητής κάθε ζωής και πλούτου. Όμως κάτι ανάλογο παρατηρείται και σε άλλους λαούς, καθώς και στον ελληνικό κόσμο· για παράδειγμα, στα Ανθεστήρια, γιορτή η οποία συνδεόταν με τον θεό της βλάστησης και της γονιμότητας Διόνυσο, όπου επίσης οι νεκροί επισκέπτονταν τους ζωντανούς.
Τα έθιμα αυτά ο χριστιανισμός τα ανέχτηκε, αλλά με τον καιρό αυτά διαφοροποιήθηκαν γιατί συνδέθηκαν με τις χειρωνακτικές υπαίθριες εργασίες, ώσπου η εισαγωγή της μηχανής στην ύπαιθρο τα εξαφάνισε. Οι σχετικές εκδηλώσεις έχασαν τον μυστηριακό τελετουργικό χαρακτήρα τους και έγιναν ψυχαγωγικές, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα διάφορα αστικά κέντρα (Βασιλεία, Νίκαια, Βενετία, Κολονία, Ρίο ντε Τζανέιρο κ.α.). Το κ. του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου ένας φτωχός πληθυσμός έμεινε στενά προσκολλημένος σε τέτοιες παραδοσιακές διασκεδάσεις, διατήρησε έναν ξέφρενο ενθουσιασμό, ο οποίος στάθηκε αφορμή να αναβιώσουν ή να δημιουργηθούν ανάλογες εκδηλώσεις και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.
Στον ελλαδικό χώρο έχουν επιβιώσει διάφορες μορφές του αποκριάτικου κ. Στις παραδοσιακές μεταμφιέσεις οι όμιλοι προσλαμβάνουν συνήθως τη μορφή γαμήλιας πομπής, όπου, εκτός από τον γαμπρό και τη νύφη, υπάρχουν ακόμα η γριά προξενήτρα, ο γερο-νουνός και ο σταχτιάρης, φουστανελάς με πολλά κουδούνια κρεμασμένα στη ζώνη του και με ένα σακούλι γεμάτο στάχτη, για να υπερασπίζεται με αυτήν τον γαμπρό και τη νύφη. Η πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού, όπου τελείται μια παρωδία γάμου. Η λαϊκή φαντασία έχει δημιουργήσει και άλλα δραματικά θέματα (σκηνές δικαστηρίου, κηδεία φιλάργυρου που οι σατανάδες αρπάζουν την ψυχή του, αναπαραστάσεις από τον Ερωτόκριτο κ.ά.). Ενίοτε παρατηρούνται και στενότεροι δεσμοί με τις πρωτόγονες μαγικές τελετουργίες του απώτερου παρελθόντος. Τέτοιο είναι το έθιμο των καλόγερων στη Θράκη (Βιζύη). Στην ομάδα συμμετέχουν δύο άντρες μεταμφιεσμένοι σε καλόγερους, παράξενα ντυμένοι (με δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια, ενώ ο ένας καλόγερος είναι οπλισμένος με τόξο), δύο άλλοι νέοι που παριστάνουν κορίτσια, μια κακοντυμένη μπάμπω (γριά) με το εφταμηνίτικο παιδί της (ένα κομμάτι ξύλο), δύο κατσίβελοι (γύφτοι) και δύο ζαπτιέδες (χωροφύλακες). Μπροστά στην εκκλησία του χωριού αρχίζει να ξετυλίγεται ένα είδος δράματος. Οι γύφτοι καταγίνονται –με άσεμνες στάσεις και αισχρά λόγια– να φτιάξουν ένα υνί. Λίγο πιο πέρα η μπάμπω σπαργανώνει το παιδί, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια της, μεγαλώνει και αναπτύσσεται με θαυμαστό τρόπο. Τότε ο πρώτος καλόγερος, ως το μεγαλωμένο πια παιδί της γριάς, γυρεύει γυναίκα και αρχίζει να κυνηγάει τα δύο κορίτσια. Αρπάζει το ένα και τελείται, με κωμικό τρόπο, ο γάμος, όπου κουμπάρος είναι ο δεύτερος καλόγερος· ο τελευταίος μετά την τελετή επιτίθεται αναίτια στον γαμπρό και τον σκοτώνει με το ίδιο του το τόξο. Αμέσως ύστερα προσπαθεί να τον γδάρει με ένα ξύλινο μαχαίρι, ενώ η νύφη θρηνεί για τον σκοτωμένο. Σε λίγο ο φονιάς μετανιώνει, ζητά να τον αναστήσει αλλά δεν μπορεί. Έπειτα έρχονται τέσσερις νέοι, σηκώνουν τον νεκρό για να τον θάψουν, αλλά, μόλις η νεκρική πομπή κάνει λίγα βήματα, ο πεθαμένος καλόγερος ανασταίνεται, ακμαίος και δυνατός. Από τη στιγμή αυτή η γιορτή προσλαμβάνει σοβαρό τόνο. Στους δύο καλόγερους παραδίδεται ένα καινούργιο υνί (εκείνο, τάχα, που χάλκευσαν οι γύφτοι) και εκείνοι το ζεύονται και αρχίζουν να οργώνουν τη γη περιμετρικά γύρω από πλατεία, ενώ άλλοι σπέρνουν στα αυλάκια που ανοίγει το αλέτρι και εύχονται για την καλή και πλούσια συγκομιδή των καρπών. Όταν οι καλόγεροι χαράξουν έναν ολόκληρο κύκλο, η τελετή τελειώνει και αρχίζει ο χορός, που κρατάει μέχρι το πρωί. Το έθιμο αυτό –σημαντικό από εθνολογική άποψη– συσχετίστηκε με τη διονυσιακή λατρεία και, ακόμα, με τελετουργίες της θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών, οι οποίοι ήθελαν –σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Μέγα– να επενεργήσουν με τρόπους ομοιοπαθητικής μαγείας στη βλάστηση των αγρών τους, να ενισχύσουν τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη, προτού ακόμα η δύναμη αυτή εξατομικευθεί στη φαντασία τους και γίνει ο θεός Διόνυσος ή κάποιος άλλος θεός της βλάστησης. Τέλος, ως παράδειγμα εκσυγχρονισμένης αστικής μορφής αποκριάτικου κ., με αποκλειστικά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ανάλογο με εκείνον των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων, είναι το κ. της Πάτρας.
Στιγμιότυπο από την παρέλαση του καρναβαλιού στη Πάτρα (φωτ. ΑΠΕ).
Μεταμφιεσμένοι στο καρναβάλι της Βενετίας, σε λιθογραφία του 19ου αι.
Το καρναβάλι της Κολονίας είναι από τα πιο γνωστά της Ευρώπης (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από το περίφημο καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το1. οι Αποκριές, η γιορτή τής Αποκριάς2. οι μεταμφιέσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια τής Αποκριάς3. στον πληθ. τα καρναβάλιαοι μεταμφιεσμένοι, οι μασκαράδες τής Αποκριάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carneval < ιταλ. carnevale, πιθ. < μσν. λατ. carnem levare «αφαιρώ, καταργώ το κρέας» (πρβλ. απόκρεως)].
Dictionary of Greek. 2013.